Κυριακή 10 Μαΐου- Η Γιορτή της Μητέρας


Τριτάκια μου αχτύπητα μολυβάκια μου αυτήν την Κυριακή είναι η γιορτή της μητέρας...του πιο σημαντικού προσώπου στη ζωή ενός ανθρώπου, μικρού ή μεγάλου.


Η 2η Κυριακή του Μάη είναι αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας ,μέρα εορτασμού της μητρότητας και των ευχαριστιών προς τη μητέρα,  όταν   η Αμερικανίδα κοινωνική ακτιβίστρια Άννα Μαρία Τζάρβις (1864-1948) ήταν αυτή που είχε πρώτη την ιδέα να καθιερωθεί μια ιδιαίτερη ημέρα προς τιμή της μητέρας.

Οι προσπάθειές της ευοδώθηκαν τελικά στις 9 Μάιου του 1914, όταν ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον υπέγραψε προκήρυξη, σύμφωνα με την οποία η Ημέρα της Μητέρας καθιερωνόταν ως εθνική εορτή τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου.

 Η  γιορτή της Μάνας  είναι μια γιορτή με αρχαιοελληνικές αναφορές στην λατρεία της θεάς Κυβέλης, της μητέρας των θεών, όπως την προσφωνεί ο Πίνδαρος.


Χρόνια πολλά στην κάθε Μάνα που γιορτάζει σ’αυτήν που την ευλόγησε ο Θεός με την μητρότητα,μα και σε κείνη,που δεν μπόρεσε να κάνει ένα παιδί ,μα όμως το μεγάλωσε σα να’ναι δικό της και θεωρείται Μάνα της καρδιάς…
Χρόνια πολλά στη μάνα που Ζει και περιμένει ένα αληθινό    σ’αγαπώ από την καρδιά του παιδιού της. Σ
το πρόσωπο εκείνο το Ιερό ,που μας χάρισε  το πιο όμορφο δώρο τη Ζωή και μας  έμαθε τι σημαίνει Αγάπη…


Μητέρα, μάνα, μαμά, μανούλα...
Πόσα ποιήματα, πόσα διηγήματα και πόσα έργα τέχνης δεν έχουν φτιαχτεί για αυτά τα πρόσωπα που μας συντροφεύουν από την πρώτη στιγμή της ζωής μας, που είναι πάντα δίπλα μας ό,τι και αν κάνουμε, ακόμα και αν κάνουμε κάποιο λάθος, μικρό ή μεγάλο...

Ας δούμε μαζί κάποια από αυτά τα έργα που είναι αφιερωμένα στις μανούλες μας.
  • Πίνακες ζωγραφικής





Π. Πικάσο, «Μητέρα και παιδί δίπλα σε σιντριβάνι», 1901

Γεώργιος Ιακωβίδης, «Μητρική Στοργή», 1889 [Ιδιωτική Συλλογή]


Mary Cassatt, «Μητἐρα που χτενίζει το παιδί της», 1879
  • ΠΟΙΗΜΑΤΑ

"ΜΑΝΑ"
Γεράσιμος Μαρκοράς


Μάνα! Δεν βρίσκεται λέξη καμία
να’ χει στον ήχο της τόση αρμονία,
σαν ποιός να σ’ άκουσε με στήθος κρύο,

όνομα θείο;


Παιδί από σπάργανα ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο που τ’ αγκαλιάζει
και Μάνα! κράζει.


Στον κόσμο τρέχοντας ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας, Μάνα μου! λέει,
Μάνα! και κλαίει.


Της νιότης φεύγουνε τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του, σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.


Και πριν την ύστερη πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται τα κρύα του χείλη,
και με το Μάνα μου! πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.




Στέλιος Σπεράντσας "Η μανούλα"

Ποιός την κούνια μας κουνάει,

όταν είμαστε μικράκια;

Ποιός χαμογελά στο πλάι

και γλυκά μας λέει λογάκια

και τον ύπνο προσκαλεί;

Η μαμά μας η καλή!

Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει;

Ποιός μας καμαρώνει, αλήθεια;

Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει;

Ποιός μας λέει τα παραμύθια

στη φωτίτσα μας σιμά;

Η γλυκιά μας η μαμά!

Κι όταν κάποτε ένα στόμα

κάτι με θυμό μας λέει,

κι όταν παρακούμε ακόμα,


ποιός πονεί και σιγοκλαίει

κι έχει πίκρα στην καρδιά;

Πάντα η μάννα μας, παιδιά!






Κική Δημουλά "Το μικρό μου παιδί"

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.


  • Λογοτεχνικά Κείμενα

 Η μάνα μου
        ( Ν. Καζατζάκη- απόσπασμα από το «Αναφορά στο Γκρέκο»)

     Η μάνα μου, μια άγια γυναίκα. Με υπομονή, μ’ αντοχή κι όλη τη γλύκα της γης απάνω της. Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι  ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της εμπιστεύουνταν όλες τις ελπίδες. Είχαν γίνει, πάππου προς πάππου, ένα μαζί της. Στην αβροχιά, κοράκιαζαν κι αυτοί μαζί της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Κι όταν αλέτριζαν και χαράκωναν βαθιά την κοιλιά της με το γενί, ξαναζούσαν στα στήθια και στα μεριά τους την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν με τη γυναίκα τους….
  Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει, χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά, μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ‘χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη. Μπορεί και να ‘ναι η νεράιδα συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά….
  Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ‘ταν ο αγέρας  ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μας μοσκομύριζε. Αγαπούσα πού τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ‘βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού διηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε ‘γω της στορούσα τους βίους των αγίων που ‘χα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου. Δεν έφτανα τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάιδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: Αλήθεια λες; Και μου χαμογελούσε.
   Και το καναρίνι, μέσα στο κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό του και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ‘χε κατέβει από τον παράδεισο, σαν να ‘χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
  Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου, δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το σπλάχνο μου η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρουδιά τούτη και με το κελάηδημα του καναρινιού…
 (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο»)
Πηγή εικόνων: http://logotexnikoperiboli.blogspot.com/
Πάμε να γιορτάσουμε και εμείς τις μανούλες μας αυτήν την Κυριακή, δίνοντας τους ένα λουλούδι, ένα φιλί, μια αγκαλιά και μία όμορφη κατασκευή που θα την βρείτε εδώ:
Πρέπει να την εκτυπώσετε και να την συμπληρώσετε.

Επίσης μπορείτε να φτιάξετε δύο καρδούλες(μία μεγαλύτερη και μία μικρότερη), είτε σε απλό χαρτί, είτε σε χοντρό χαρτόνι, να τις ζωγραφίσετε, να γράψετε ένα ωραίο μήνυμα στη μαμά σας και να τις ενώσετε με ένα δίκαρφο ή μία πινέζα και θα βγει κάπως έτσι:





Τέλος, μπορείτε να ζωγραφίσετε τις παλάμες σας σε δύο χαρτόνια, να τους κολλήσετε είτε ξυλάκι, είτε καλαμάκι και να κολλήσετε ανάμεσα τους ένα χαρτόνι που θα γράφει τοοοοοοοοοοοσο πολύ. Απ'έξω το πρώτο χεράκι θα γράφει "Μαμά σ' αγαπάω....". Δείτε πως μπορεί να βγει:
Καλή επιτυχία σε ό,τι και αν κάνετε!!
Μανούλες χρόνια πολλά και ευτυχισμένα!! 😍😍😍😍 <3 <3 

Μπούρικα Δήμητρα


Σχόλια

  1. Κυρία Δήμητρα μας συγκινήσατε! Θα το ανεβάσετε και στο e-class ??

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. :) Έχει ανέβει ήδη στο μάθημα της Γλώσσας σαν καινούρια ενότητα!

      Διαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου